- κεφαλίνην
- κεφαλίνηroot of the tonguefem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεφαλίνη — (Α κεφαλίνη) νεοελλ. 1. γλυκερο φωσφο αμινολιπίδιο που εξάγεται από την εγκεφαλική μάζα 2. παλαιά ονομασία τής αιθανολαμίνης αρχ. η ρίζα τής γλώσσας, η οποία θεωρούνταν ως έδρα τής γεύσης («τὸ δὲ πλέον ἡ γλῶσσα τῆς εἰς τὴν γεῡσιν αἰσθήσεως ἔχει… … Dictionary of Greek